- ανταναπληρωσις
- ἀνταναπλήρωσιςἀντ-αναπλήρωσις-εως ἥ восполнение Epicur. ap. Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανταναπλήρωσις — ἀνταναπλήρωσις, η (Α) η εκ νέου αναπλήρωση … Dictionary of Greek
ἀνταναπλήρωσις — filling up again fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταναπλήρωσιν — ἀνταναπλήρωσις filling up again fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)